θεωρουμένα

θεωρουμένα
θεωρουμένᾱ , θεωρέω
to be a
pres part mp fem nom/voc/acc dual (attic epic doric)
θεωρουμένᾱ , θεωρέω
to be a
pres part mp fem nom/voc sg (doric)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • θεωρούμενα — θεωρέω to be a pres part mp neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θεωρουμένας — θεωρουμένᾱς , θεωρέω to be a pres part mp fem acc pl (attic epic doric) θεωρουμένᾱς , θεωρέω to be a pres part mp fem gen sg (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δίποδο — το 1. ο άνθρωπος, επειδή έχει δύο πόδια 2. (με υβριστική σημασία) ανόητος, σαν ζώο 3. έπιπλο ή σκεύος με δύο στηρίγματα 4. τα πόδια τού ίππου κυρίως θεωρούμενα ανά δύο (α. «πρόσθιο δίποδο» β. «οπίσθιο δίποδο» γ. «πλάγιο δεξιό» δ. «πλάγιο… …   Dictionary of Greek

  • διακόσμηση — Ο εξωραϊσμός, το στόλισμα, η επίθεση στολιδιών σε ένα οικοδόμημα. Δ. χαρακτηρίζεται οτιδήποτε συμπληρώνει τη βασική κατασκευή ενός κτιρίου, στολίζοντας ή εμπλουτίζοντας την εξωτερική ή εσωτερική επιφάνειά του. Αυτό δεν σημαίνει ότι η δ. έχει… …   Dictionary of Greek

  • κίνηση — Ως κ. ορίζεται η μεταβολή της θέσης ενός σώματος σχετικά με άλλα σώματα (θεωρούμενα ακίνητα), τα οποία ορίζονται ως σύστηματα αναφοράς. Σύμφωνα με την κλασική μηχανική, η κ. ενός σώματος ορίζεται πλήρως όταν είναι γνωστές η θέση, η ταχύτητα και… …   Dictionary of Greek

  • οπτική — Κλάδος της φυσικής, ο οποίος μελετά τα φωτεινά φαινόμενα, με σκοπό να ερευνήσει τη φύση τους και να περιγράψει τις εφαρμογές τους. Σήμερα είναι γενικά παραδεκτό ότι το φως συνίσταται από ηλεκτρομαγνητικές ακτινοβολίες μήκους κύματος μεταξύ 0,4… …   Dictionary of Greek

  • στατικός — ή, ό / στατικός, ή, όν, ΝΑ 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη στάση, που προκαλεί στάση, που προκαλεί ακινησία, σε αντιδιαστολή προς αυτόν που αναφέρεται στην κίνηση ή στη μεταβολή 2. το θηλ. ως ουσ. η στατική γένος αγγειόσπερμων δικότυλων… …   Dictionary of Greek

  • Αλφιέρι, Βιτόριο — (Vittorio Alfieri, Άστι 1749 – Φλωρεντία 1803). Ιταλός συγγραφέας. Θεωρείται o πρώτος δραματουργός της Ιταλίας. Η εξαιρετικά πολυκύμαντη ζωή του τον οδήγησε σε πολλές χώρες της Ευρώπης (Πρωσία, Αυστρία, Ελβετία, Ολλανδία, Ισπανία, Πορτογαλία,… …   Dictionary of Greek

  • ДУША — [греч. ψυχή], вместе с телом образует состав человека (см. статьи Дихотомизм, Антропология), будучи при этом самостоятельным началом; Д. человека заключает образ Божий (по мнению одних отцов Церкви; по мнению других образ Божий заключен во всем… …   Православная энциклопедия

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”